μονοναύτης

μονοναύτης
μονο-ναύτης, ου, ,
A lonely voyager, Eust.1536.2:—Adj. [suff] μονο-ναυτικός, ή, όν

, οἰκία Id.1535.62

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μονοναύτης — Οικισμός (38 κάτ.), του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαζίου …   Dictionary of Greek

  • ονοναύτης — μονοναύτης, ὁ (Μ) αυτός που ταξιδεύει μόνος του στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * ναύτης] …   Dictionary of Greek

  • μονοναύτην — μονοναύτης lonely voyager masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Achlada (Kreta) — Achlada Δ. δ. Αχλάδας …   Deutsch Wikipedia

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοναυτικός — μονοναυτικός, ή, όν (Μ) [μονοναύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονοναύτη («οἰκίαν ἐπικαλουμένην μονοναυτικήν», Ευστάθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”